- εργώμαι
- ἐργῶμαι, -άομαι (Α) [έργον]εργάζομαι («ἓξ ημέρας ἐργᾷ, και ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐργῶμαι — ἐργάζομαι work fut ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)